- διπλωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στο δίπλωμα, ο κατάλληλος για δίπλωση2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διπλωτικάη αμοιβή για διπλωτική εργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλωτικός — ή, ό αυτός που μπορεί να διπλώνει: Στα εργοστάσια χρησιμοποιούν διπλωτικές μηχανές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)